- ἐμπειρία
- ἡ ἐμπειρία опытность; опыт
Древнегреческо-русский учебный словарь. - С-П.: "Нотабене". 1997.
Древнегреческо-русский учебный словарь. - С-П.: "Нотабене". 1997.
ἐμπειρία — ἐμπειρίᾱ , ἐμπειρία experience fem nom/voc/acc dual ἐμπειρίᾱ , ἐμπειρία experience fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμπειρία — η (AM ἐμπειρία) 1. η γνώση η οποία στηρίζεται στην πείρα (σε αντίθεση προς τη θεωρία) («έχει εμπειρία τού θέματος ή επί τού θέματος», «ἐμπειρία τών πραγμάτων») 2. η γνώση που έχει αποκτηθεί με την πείρα (σε αντίθεση προς την απειρία και την… … Dictionary of Greek
ἐμπειρίᾳ — ἐμπειρίαι , ἐμπειρία experience fem nom/voc pl ἐμπειρίᾱͅ , ἐμπειρία experience fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμπειρία — η 1. γνώση που στηρίζεται στην πείρα (αντίθ. η θεωρία), η πείρα. 2. το σύνολο των γνώσεων που προέρχονται από πείρα. 3. (φιλοσ.), η αντίληψη με τις αισθήσεις, καθώς και το σύνολο των γνώσεων που προέρχονται από την αντίληψη και η διανοητική… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
'μπειρία — ἐμπειρίᾱ , ἐμπειρία experience fem nom/voc/acc dual ἐμπειρίᾱ , ἐμπειρία experience fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπειρίας — ἐμπειρίᾱς , ἐμπειρία experience fem acc pl ἐμπειρίᾱς , ἐμπειρία experience fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπειρίαι — ἐμπειρία experience fem nom/voc pl ἐμπειρίᾱͅ , ἐμπειρία experience fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπειρίαν — ἐμπειρίᾱν , ἐμπειρία experience fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπειριῶν — ἐμπειρία experience fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπειρίαις — ἐμπειρία experience fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπειρίης — ἐμπειρία experience fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)